Μεγάλωσα στην Λαμπρινή, στα όρια των δήμων Αθηναίων και Γαλατσίου. Γωνία Ωρωπού και Τραλλέων (πολλά ωμέγα). Πίσω από την εκκλησία του αγίου Αντρέα (με νι και όχι δέλτα) , που τότε χτιζότανε.
Μπροστά από την εκκλησία η ομώνυμη πλατεία, ήταν ο παράδεισος των παιδικών μου χρόνων. Εκεί έμαθα να κάνω ποδήλατο, στο πλακόστρωτο μπροστά από την εκκλησία. Δίπλα ήταν το περίπτερο που οι μεγάλοι διάβαζαν πολιτικές εφημερίδες και καμιά φορά τσακώνονταν. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά υπήρχε μια καντίνα όπου ο πατέρας μου έπινε το ούζο του, γεγονός που με χαροποιούσε μιας και έτρωγα το μεζέ. Ξανανέβαινες σκαλιά και ήσουν μπροστά στο κάτω μέρος της πλατείας. Δεξιά το συντριβάνι, μέσα στο οποίο είχα πέσει μια ηλιόλουστη 24η Δεκεμβρίου μετά τα κάλαντα. Αριστερά η παιδική χαρά. Η μεγάλη τσουλήθρα, σωστό σπίτι για μένα τότε, από την οποία είχα πέσει στα 3 μου. Οι κούνιες με την πράσινη μπογια που ξεφλούδιζε. Και δίπλα το γήπεδο του μπάσκετ, όπου είδα την πρώτη μου ακρίδα και ανακάλυψα ότι αν τις πατήσεις δεν λυώνουν.
Μα πάνω απ'όλα το πανηγύρι στις 30 του Νοέμβρη. Όλο το πάνω και αριστερά κομμάτι του πάρκου (στο οποίο κάποιος είχε προσπαθήσει να βάλει φωτιά κάποτε, μεγάλο γεγονός για μένα τότε, που το θυμάμαι περισσότερο από το Τσάλεντζερ) γεμάτο πάγκους με παιχνίδια, όταν τα μαγαζιά δεν γέμιζαν με χριστουγεννιάτικη διακόσμιση από το Νοέμβρη, αλλά στα μέσα Δεκέμβρη όπως αρμόζει. Τρενάκι, συγκρουόμενα και πλαστικά στρατιωτάκια. Πάντοτε μου άρεσαν περισσότερο οι Γερμανοί, και ας ήταν ναζί, γιατί είχαν πιο ωραίες στολές
Μία νύχτα κάθε χρόνο που την περίμενα πιο πολύ από την πρωτοχρονιά (στην οποία άλλωστε κοιμόμουν, άρα ποιο το ενδιαφέρον της;). Ακόμα την περιμένω και ας έχω φύγει εδώ και 16 χρόνια από εκεί. Δεν θα ξανάρθει, αλλά αυτό δεν με αποθαρύνει.
Σε μία δεκαετία που το όνομα Αντρέας ήταν εθνικό, η πλατεία ήταν πιο σημαντική.