Σάββατο, Φεβρουαρίου 03, 2007

Το αγόρι με το γκρι γραφείο

Ένα χαρτί με ονόματα και βαθμούς πάνω σε ένα γκρι γραφείο. Οι βαθμοί των μαθητών μου που μόλις εξέτασα. Γυρω μου ένα δωμάτιο, κάποιοι βγάζουν φωτοτυπίες και μιλάνε. Δεν τους βλέπω, δεν βλέπω το δωμάτιο, δεν βλέπω τίποτα πέρα από το χαρτί και το  γραφείο. Δεν τολμάω να σηκώσω το κεφάλι μου γιατί έχω ξεχάσει σε ποιο από τα διάφορα γραφεία του δωματίου κάθομαι. Φοβάμαι τι θα δω μπροστά μου. Οριακά θυμάμαι ποιος είμαι εγώ.


Φέτος άλλαξα. Μέχρι πέρσι δούλευα απογεύματα και σε χαλαρούς ρυθμούς. Αρνιόμουν να δουλέψω παραπάνω ώρες απ'αυτές που είχα στο σχολείο. Έλεγα σε όλους τους γύρω μου ότι η προσωπική μου ζωή και ηρεμία αξίζει περισσότερο από το χρήμα. Αλλά μετά έγινα καταναλωτής. Αποφάσισα να πάρω έναν apple και να πάω ένα καλό ταξίδι το καλοκαίρι. Με τον μισθό που παίρνω αυτά δεν βγαίνουν. Επίσης αποφάσισα να φύγω από την Κέρκυρα στο τέλος της χρονιάς. Για το δεύτερο αποφάσισα να πάω στο σχολείο της λευκίμμης για να μαζέψω μόρια. Για το πρώτο, να δουλέψω τα απογεύματα δευτέρας και τετάρτης δείχνοντας σε ενήλικες τα βασικά του υπολογιστή. Έτσι αυτές τις δύο μέρες, ξυπνάω στις 7.30 το πρωί, οδηγάω μία ώρα, κάνω 9 ώρες μάθημα (με το ρολόι, 10 διδακτικές) ξαναοδηγάω μιά ώρα (που με βοηθάει να χαλαρώσω), γυρνάω σπίτι, τρώω, κοιμάμαι και ξαναξυπνάω στις 7.00. Για όσους δεν το έχον δοκιμάσει, με τις εξαιρέσεις του γιατρού και του πυροσβέστη δεν υπάρχει πιο κουραστική δουλειά από την διδασκαλία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκπαιδευτικοί δουλεύουν τόσες λίγες ώρες. Δεν γίνεται γιατί μια ώρα είναι δύσκολη, γίνεται γιατί πολλές συνεχόμενες ώρες διδασκαλίας είναι πνευματικά εξοντωτικές.

Αυτή η βδομάδα ειδικά ήταν έξτρα εξαντλητική. Εκτός από τα γνωστά δευτέρα και τετάρτη, ήμουν άρρωστος και έιχα και την υποχρέωση να περάσω τους βαθμούς του σχολείου. Την τετάρτη δεν κάθισα καθόλου από το πρωί ως το βράδυ. Τις ώρες που δεν είχα μάθημα καθόμουνα στο γραφείο Κάπου στις 5 το απόγευμα καταλαβαίνω τα πόδια μου να κόβονται. Αλλά ξαφνικά ξανανιώνω, έτσι νομίζω στην πραγματικότητα είμαι απλά σε υπερένταση. Την πέμπτη ήμουνα πάλι από τις 8 το πρωί στο σχολείο για να τελειώσω με τους βαθμούς. Είμαι σε φοβερή υπερένταση και δουλεύω με μεγάλη ταχύτητα. Ενδιάμεσα κοιμήθηκα λιγότερες από 5 ώρες, μιας και κάθησα να δω τον παναθηναικό και ο αγώνας είχε παράταση. Όταν γύρισα από το σχολείο έφαγα και πήγα στο ΙΕΚ (άλλη μια δουλειά) για να εξετάσω το μάθημα που δίδασκα (για την τραγωδία που είναι το ΙΕΚ τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς θα σας τα πω καμιά άλλη φορά αν θέλετε). Εκεί ανακάλυψα ότι οι 4 στους δέκα υπολογιστές είναι χαλασμένοι, και άρα θα έπρεπε να εξετάσω τους μαθητές σε τρεις βάρδιες αντί για δύο. Άρα μία ώρα καθυστέρηση και η Βίκη να με περιμένει απ'έξω. Νεύρα, άγχος. Παίρνω την κατάσταση των βαθμών για να την καθαρογράψω νωρίτερα ώστε να φύγω όσο πιο νωρίς γίνετε. Και...

Ξέχασα που είμαι. Για περίπου είκοσι δευερόλεπτα δεν μπορούσα να σηκώσω το κεφάλι μου, δεν ΄ξερα που καθόμουν, δεν ήξερα που είναι αυτοί που ακούω. Ψιλοσυνέρχομαι, πάω μέσα, βάζω τους τελευταίους βαθμούς, παίρνω την Βίκη και φεύγουμε. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Έχω οριακή επαφή με το περιβάλλον και τον κόσμο. Της το λέω: "δεν είμαι καλά. αυτή τη στιγμή έχω σοβαρό πρόβλημα". Νομίζει ότι της κάνω πλάκα. Της το ξαναλέω και αρχίζει να με πιστεύει. Πάμε στο αμάξι και νρέπομαι να της πω να οδηγήσει. Πάλι καλά. Το οδήγημα με κρατάει συγκεντρωμένο, με αποτρέπει από το να μείνω μόνος με τις σκέψεις μου. Μου λέει ότι η Λένα μας περιμένει στο ωδείο να πάμε για καφέ. Λέω ότι θέλω να πάμε κάπου ύσηχα και σκοτεινά. Αποφασίζω να πάμε στη μυθωδία, ένα μαγαζί με έντεχνα που δεν μου αρέσει μεν η μουσική του, αλλά καλύπτει τα δύο μου κριτήρια. Λέω ότι θέλω υσηχία και ήρεμες σκέψεις (όσοι με ξέρουν, ξέρουν ότι συνήθως είμαι πολύ ομιλιτικός και μου αρέσουν οι αντιπαραθέσεις). Μπένει
η Λένα μέσα στο αμάξι και της ανακοινώνω τον προορισμό μας. αρχίζει να γκρινιάζει ότι έπρεπε να την ειδοποιήσουμε. Της λέω: "Σταμάτα τις γκρίνιες, είμαι χάλια". Νομίζει ότι κάνω πλάκα και συνεχίζει να γκρινιάζει. Η Βίκυ της κάνει κρυφό σινιάλο να σταματήσει, είναι σοβαρά τα πράγματα. Βλέπω ότι είναι και οι δύο φοβισμένες αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ότι και να πω τώρα θα τα κάνει χειρότερα. Μου λένε να πάμε
σπίτι. Απαντάω ότι δεν μπορώ να μείνω μόνος. Φτάνουμε εκεί, πάμε μέσα και για δυο ώρες περνάω ένα κλασικό bad trip. Είμαι μεταξύ κατατονίας και εγρήγορσης. Δεν μπορώ να μιλήσω, τρέμουν τα χέρια μου και το κεφάλι μου πονάει όποτε πάω να σκεφτώ. Ο χρόνος περνάει πιο αργά. Έρχεται μια κοπέλα που της έχω υποσχεθεί ότι δεν θα της ξαναμιλήσω. Νομίζει ότι φέρομαι έτσι εξαιτίας της. Αν κάποιος με βλέπει από μακριά, σίγουρα νομίζει ότι έχω πάρει ναρκωτικά. Κανείς στην παρέα δεν έχει πάρει στη
ζωή του και δυσκολεύονται να καταλάβουν τι τους περιγράφω ότι έχω. Σιγά σιγά χαλαρώνω και συνέρχομαι κάπως. Τόσο που μπορώ πλέον να γυρίσω σπίτι. Το κεφάλι μου ακόμα με πονάει όταν πάω να σκεφτώ. Παίρνω τηλέφωνο τον Στάβρο και του λέω τι μου συνέβη. Απορεί:" εσύ είσαι χαλαρός άνθρωπος, πως χώθηκες έτσι με τη δουλειά;". Μιλάμε λίγο ακόμα αλλά ξέρω ότι με κατάλαβε, τα έχει περάσει και αυτός. Ανοίγω τον υπολογιστή να δω μέηλ και το κλείνω μετά από 30 δευτερόλεπτα. Ξαπλώνω και μετά από μάχη καταφέρνω να κοιμηθώ.

Σήμερα που είμαι καλύτερα αποφάσισα να τα γράψω για να τα έχω να τα βλέπω. Ακόμα και τώρα που γράφω με πονάει το κεφάλι μου. Θέλει να σταματήσω να σκέφτομαι αυτή την μέρα. Λίγο ακόμα και θα το ικανοποιήσω.

Από μία άποψη έγινε και κάτι καλό. αποφάσισα να ακολουθήσω την παλιά μου συμβουλή και να βάλω την ψυχική μου υγεία πάνω από το χρήμα. Ήξερα ότι έκανα λάθος, αλλά τόσο πολύ δεν μπορούσα το να φανταστώ. Θα κάνω τα μαθήματα που μου έχουν μείνει αλλά μετά τέρμα. Αν θέλω παραπάνω λεφτά θα το κάνω με τους δικούς μου ρυθμούς. Θα ψάξω δουλειά σε κανά καταδυτικό το καλοκαίρι ή θα κάνω μαθήματα σε φίλους φοιτητές αμισθί όπως παλιά. θα κοιμάμαι το μεσημέρι. Όταν κανάς μαλάκας αρχίσει να μιλάει "για
εκπαιδευτικούς που δεν δουλεύουν αρκετά και για τους τεμπέληδες έλληνες που...ενώ οι ξένοι δουλεύουν και θα μας φάνε φαλάγκι..." πλέον θα ξέρω ακριβώς τι να του πω.


Το κείμενο αυτό στάλθηκε σε πλήρη μορφή σε κάποιους φίλους. Αυτή είναι η λογοκριμένη έκδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: